ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
by Zastro...
Τα Χριστούγεννα εν αντιθέσει με την ευρεία παράδοση, πάντοτε ήταν αγαπημένη γιορτή των Ελλήνων, η γιορτή που μικροί και μεγάλοι ανέμεναν με λαχτάρα. Καθένας είχε τη δική του αποστολή: από νωρίς το πρωί την παραμονή τα πιτσιρίκια γυρνούσαν στις γειτονιές με τα αυτοσχέδια τρίγωνα και τα χάρτινα καραβάκια, έμπαιναν στις αυλές, τραγουδούσαν τα κάλαντα στις νοικοκυρές που απ’ το πρωί πάλευαν με τα γλυκά. "Καλήν εσπέραν άρχοντες". Τα παιδιά το τραγουδούσαν ολόκληρο, δεν άφηναν λέξη απ’έξω μήπως εκτός από το γλυκό τους ταρτάρουν και καμιά δεκάρα στα αρχοντόσπιτα. Ο πατέρας συνήθως έλειπε, είχε κατέβει στην αγορά από νωρίς για τα ψώνια.
Οι Αθηναίοι έπαιρναν το τραμ και κατέβαιναν στου "Κίκιζα", το παντοπωλείο ολόκληρης της πόλης σχεδόν, Λένορμαν και Παλαμηδίου στο Μεταξουργείο. Πριν τον πόλεμο ξεκίνησε να λειτουργεί, έφτασε στο σημείο να απασχολεί πάνω από 20 υπαλλήλους και ό,τι δεν έβρισκαν οι Αθηναίοι στα μπακάλικα της γειτονιάς, θα το έβρισκαν σίγουρα στου "Κίκιζα". Φορούσαν το καλό τους το κοστούμι και από Κολοκυνθού κατέβαιναν στη στάση "Kίκιζα" όπως λεγόταν από στόμα σε στόμα. Έξω από αυτό το ιδιότυπο πρώτο super market της πρωτεύουσας, το αδιαχώρητο. Τις γιορτινές μέρες, μέχρι και Αστυφύλακας ήταν απ’ έξω για να διευκολύνει την εξυπηρέτηση των πελατών. Εκεί συνωστιζόταν ο κύριος όγκος των Αθηναίων.
Οι (λίγοι) έχοντες, οι πλούσιοι και οι τυχεροί, εξυπηρετούνταν από το Παντοπωλείο της "ελίτ", εκείνο του Θανόπουλου στα Χαυτεία, Σταδίου και Αιόλου γωνία, που προμήθευε τρόφιμα και τη βασιλική οικογένεια. Μέχρι και χαβιάρι έβρισκες στου Θανόπουλου, απέναντι από το "βασιλικό φωτογραφείο του Μωραΐτη". Η αστική και ευγενής Αθήνα ψώνιζε το "χαβιάρι Γέλβας", το αυγοτάραχο, τα καλύτερα τυριά. Οι κυρίες της εποχής έστελναν το προσωπικό, σε κάποιες η επιχείρηση διέθετε και το αυτοκίνητό της για να μεταφέρει τα ψώνια του γιορτινού τραπεζιού στα αρχοντικά και τις επαύλεις.
H ατμόσφαιρα γιορτινή και οι Αθηναίοι με το 13ο μισθό στην τσέπη επέτρεπαν μια οικογενειακή οικονομική "εκτροπή" για ένα κουτί γλυκά ή ένα εισιτήριο της μιας και των δύο δραχμών για το θέατρο. Όλα όμως τα σταμάτησε ο πόλεμος. Κι αν στην αρχή η Αθήνα δεν αντιμετώπιζε εμφανές πρόβλημα αφού το μέτωπο ήταν μακριά, από τον Απρίλη του 1941 που οι Γερμανοί εισέβαλαν στην πρωτεύουσα, κάθε συζήτηση για οτιδήποτε "εορταστικό" έλαβε τέλος. Η αντίσταση από τους αποκαμωμένους Έλληνες μηδαμινή, είχε ξεκινήσει η εποχή του τρόμου, της ανέχειας, της τρομοκρατίας, της αυθαιρεσίας. Οι εισβολείς υφάρπαξαν κάθε λογής αγαθό οδηγώντας την οικονομία στον όλεθρο, η πείνα τον πρώτο χειμώνα της κατοχής καταδίκασε σε θάνατο χιλιάδες Αθηναίους, η Ελλάδα ψυχορραγούσε.
Στους δρόμους αρκετοί νέοι πρόσφυγες, ενώ ήδη οι πρόσφυγες από το '22 προσπαθούσαν να σταθούν στα πόδια τους σε παράγκες στις φτωχικές συνοικίες. Το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο, λίγο παραπέρα, στο Πεδίον του Άρεως από το φθινόπωρο του 1941 εμφανίστηκαν τα συσσίτια. Σταγόνα στον ωκεανό της πείνας. Αυξάνονταν οι λιμοκτονούντες, αυξάνονταν οι νεκροί. Οι εικόνες της εποχής με τα καροτσάκια να κουβαλούν αραδιασμένα πτώματα από τους δρόμους για το νεκροταφεία είναι αποτρόπαιες. Ο λιμός καταγράφηκε ως μία από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές τραγωδίες στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, περισσότεροι από 350 χιλιάδες άνθρωποι ξεψύχησαν από την πείνα.
Όσο θέριζε ο λιμός, οι Αθηναίοι που δεν είχαν πρόσβαση στην αγροτική παραγωγή βρέθηκαν σε τραγικό αδιέξοδο. Ακόμη και οι "έχοντες", ακόμη και η αστική τάξη που υποτίθεται είχε τα μέσα για κάτι καλύτερο. Η αγορά δεν μπορούσε να καλύψει τις υπέρογκες ανάγκες των πολιτών, οι ελλείψεις που έφταναν στην -εσκεμμένη και μη- εξαφάνιση προϊόντων αύξησαν τρομακτικά τις τιμές και οι μαυραγορίτες βασίλευσαν.
Αστικές και μεσοαστικές οικογένειες που μέχρι πρότινος παράγγελναν αυγοτάραχο στο Θανόπουλο και αγόραζαν κρέας στου Κίκιζα, πουλούσαν τα πάντα, κινητά και ακίνητα σε εξευτελιστικές τιμές. Ολόκληρες οικογένειες εξαφανίστηκαν, η μαύρη αγορά και οι τοκογλύφοι ξεκλήρισαν όσους δεν διέλυσε ο λιμός.
Παρόλο που από τη 12η Οκτωβρίου 1944 ο λαός πλημμύρισε τους δρόμους γιορτάζοντας την επιβίωση από τη θηριωδία του πολέμου, η Ελλάδα και δη η Αθήνα δεν ανέπνευσε για πολύ τον αέρα της ελευθερίας και της διαγραφόμενης ανάστασης. Ξέσπασαν τα "Δεκεμβριανά" μία σειρά ένοπλων συγκρούσεων διάρκειας 33 ημερών το διάστημα Δεκεμβρίου 1944 - Ιανουαρίου 1945. Είναι η μοναδική ιστορικά περίπτωση κατά την οποία σημειώθηκαν πολεμικές συγκρούσεις τέτοιας έκτασης στην Αθήνα από καταβολής ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Τα παιδιά κλειδαμπαρωμένα στο σπίτι, οι γονείς δεν τα άφηναν καν να βγουν για να πουν τα κάλαντα υπό το φόβο κάποιας αδέσποτης σφαίρας. Δεν μπορούσε, δεν άντεχε η Αθήνα να σηκώσει και τον εμφύλιο μετά την κατοχή. Η Αθήνα μόνο μετά το 1948 σιγά σιγά επέστρεψε στην κανονικότητά της. Μόνο από τότε τα παιδιά έπαψαν να είναι κλεισμένα στα σπίτια τους, από τότε ξεκίνησαν να μην υπάρχουν "απαγορευμένες" περιοχές. Η "Σκομπία" (εξ αιτίας του Αρχηγείου του Βρετανού Στρατηγού Σκόμπυ, το Κολωνάκι είχε μετονομαστεί σε Σκομπία) ξαναέγινε κέντρο της Αθήνας, η αγορά έδειχνε να ξαναπαίρνει μπρος με αργούς αλλά αισιόδοξους ρυθμούς.
Το κλίμα επέστρεφε βαθμηδόν στα προκατοχικά επίπεδα και η ατμόσφαιρα στην πόλη ξαναποκτούσε χριστουγεννιάτικο χρώμα. Οι φούρνοι στις γιορτές ξαναγέμιζαν με λιχουδιές τις λαμαρίνες τους, τσουρέκια, κουραμπιέδες, μελομακάρονα. Κάθε φούρνος έμοιαζε με παραμυθένιο κόσμο για τα στερημένα παιδικά μάτια στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Οι ανακατεμένες μυρωδιές ξεχύνονταν απ’ τους φούρνους στα στενά και τους γύρω δρόμους, οι γειτονιές ξαναποκτούσαν χρώμα, τα παιδιά δειλά ξαναξεκίνησαν να παίρνουν το τριγωνάκι τους και να αμολιώνται από νωρίς το πρωί για τα κάλαντα. Δεκάρα-δεκάρα μάζευαν τα χρήματα, αγόραζαν έναν λουκουμά και έπεφταν για ύπνο με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους.
Η δεκαετία του ’50 είναι ουσιαστικά το διάστημα της μεγάλης αλλαγής, ο προπομπός της ευημερίας των 60ς. Οι Έλληνες ορθοποδούν και παρότι πληγωμένοι και χωρισμένοι στα δυο πολιτικά, προσπαθούν να ξανασμίξουν, να συνυπάρξουν, να φιλιώσουν, να διασκεδάσουν, να ερωτευτούν.
Η αστική τάξη προϊόντος του χρόνου είχε ξαναστηθεί στα πόδια της και πλέον είχε αφήσει πίσω της τα απόνερα της κατοχής και του καταστροφικού εμφυλίου. Είχαν εμφανιστεί τα πρώτα ρεβεγιόν, οι πρώτες συνάξεις στα μεγάλα ξενοδοχεία, οι περίφημες γιορτές του Δημήτρη Λεβίδη, μεγάλου αυλάρχη του Βασιλιά Παύλου στο Χαρβάτι (έτσι λεγόταν τότε η Παιανία) ή του Σοφοκλή Παπανικολάου, επιμελητή της Βασιλικής Χορηγίας στο Παλαιό Ψυχικό. Δείπνος, χορός, απαστράπτουσες τουαλέτες για τις κυρίες, σμόκιν για τους κυρίους, μιας αθηναϊκής ελίτ που σιγά σιγά έκανε την επανεμφάνισή της στο προσκήνιο.
Για τον πολύ κόσμο, τα Χριστούγεννα ήταν κατά βάση μια οικογενειακή, ανθρώπινη γιορτή, ήταν οι μυρωδιές από τις βασιλόπιτες και τα γλυκά στα διάσημα ζαχαροπλαστεία της εποχής, του "Φλόκα", του "Μπόκολα" στην πλατεία Κολωνακίου, του "Ζόναρς" στην Πανεπιστημίου. Ήταν της μόδας οι δυσεύρετες "κασετίνες" (χειροποίητο παντεσπάνι με ολόκληρα φουντούκια, τυλιγμένο με πραγματική σοκολάτα) για τις οποίες τρελαίνονταν τα παιδιά.
Οικογένειες με τα παιδιά τους να βολτάρουν στην Ερμού, οι γιαγιάδες πίσω στο σπίτι να προετοιμάζουν το γιορτινό τραπέζι, με τις γαλοπούλες να επαναεμφανίζονται στο μενού, τα φώτα στα σπίτια να παραμένουν ανοιχτά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, τα τραγούδια και τα μαγαζιά να αναστενάζουν μέχρι το ξημέρωμα.
Προκαλεί νοσταλγία εκείνη η Αθήνα, είναι κάτι ξένο, παράταιρο με τη σημερινή εικόνα της, ειδικά σε σχέση με κάποιες γειτονιές και σημεία που τότε γνώριζαν μεγάλες δόξες. Όπως για παράδειγμα το ξενοδοχείο "Σεσίλ" και τα ξακουστά του χριστουγεννιάτικα ρεβεγιόν, όπου κατέφθαναν τα χαρακτηριστικά αυτοκίνητα της εποχής και έβγαιναν από μέσα ωραίες κυρίες με μακριές τουαλέτες. Υπήρχε βέβαια πάντα και η Αθήνα της φτώχειας, εκείνη που τα έβγαζε πέρα δύσκολα, μόνο και μόνο όμως που ο εμφύλιος και οι Γερμανοί ήταν ένας εφιάλτης που πέρασε, ο κόσμος ήταν ευτυχισμένος, εκτιμούσε τη ζωή γιατί είχε γνωρίσει και την άλλη όψη του νομίσματος.
Τι κι αν τα φανταχτερά ξενοδοχεία ήταν το σημείο συνάντησης των πλουσίων, τα σπίτια ακόμη και στις προσφυγικές συνοικίες των Αμπελόκηπων, γνώριζαν πιένες στις γιορτές. Οι Αθηναίοι πια είχαν επιλογές, τα παιδιά πήγαιναν στον κινηματογράφο με τους γονείς τους, τα ζαχαροπλαστεία ολοένα και πλήθαιναν, το «Μινιόν» εξυπηρετούσε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, με καραβάνια από την επαρχία να καταφθάνουν στην Αθήνα για τα χριστουγεννιάτικα ψώνια.
Η Αθήνα του μαρασμού και των αντιφάσεων, είχε προχωρήσει, είχε αφήσει πίσω της το χάος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, την ανέχεια, τη δυστυχία. Τα Χριστούγεννα ήταν η μοναδική παράδοση που παρέμενε πάντοτε εκεί, με στέρεες βάσεις, η πιο μεγάλη οικογενειακή γιορτή των Ελλήνων, η περίοδος που ακόμη και οι πιο σκληροί μαλακώνουν, βάζουν λίγο νερό στο κρασί τους και ανοίγουν την καρδιά τους. Έτσι ήταν πάντοτε η Ελλάδα, είχε περιόδους με τα πάνω και κάτω, συν τω χρόνω ανακάλυψε και μια καλά κρυμμένη μελαγχολία στα Χριστούγεννα, που πια είναι «για τα παιδιά» όπως λένε οι περισσότεροι που ακουμπούν στο ρεαλισμό.
Πάντα υπήρχε μια αδιόρατη μελαγχολία στα Χριστούγεννα, απλώς σε δύσκολους καιρούς βγάζει το μαγικό αόρατο μανδύα και γίνεται ορατή για λίγο. Δεν έχει σημασία, πιστέψτε με, όσο η ζωή είναι γεμάτη στιγμές. Οι στιγμές είναι πολύτιμες γιατί στις στιγμές κρύβονται οι αναμνήσεις, οι θύμησες, αυτό που ορίζει ο καθένας ως ευτυχία.
Χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα σε όλους. Ζήστε τις στιγμές.
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
by Zastro...
Τα Χριστούγεννα εν αντιθέσει με την ευρεία παράδοση, πάντοτε ήταν αγαπημένη γιορτή των Ελλήνων, η γιορτή που μικροί και μεγάλοι ανέμεναν με λαχτάρα. Καθένας είχε τη δική του αποστολή: από νωρίς το πρωί την παραμονή τα πιτσιρίκια γυρνούσαν στις γειτονιές με τα αυτοσχέδια τρίγωνα και τα χάρτινα καραβάκια, έμπαιναν στις αυλές, τραγουδούσαν τα κάλαντα στις νοικοκυρές που απ’ το πρωί πάλευαν με τα γλυκά. "Καλήν εσπέραν άρχοντες". Τα παιδιά το τραγουδούσαν ολόκληρο, δεν άφηναν λέξη απ’έξω μήπως εκτός από το γλυκό τους ταρτάρουν και καμιά δεκάρα στα αρχοντόσπιτα. Ο πατέρας συνήθως έλειπε, είχε κατέβει στην αγορά από νωρίς για τα ψώνια.
Οι Αθηναίοι έπαιρναν το τραμ και κατέβαιναν στου "Κίκιζα", το παντοπωλείο ολόκληρης της πόλης σχεδόν, Λένορμαν και Παλαμηδίου στο Μεταξουργείο. Πριν τον πόλεμο ξεκίνησε να λειτουργεί, έφτασε στο σημείο να απασχολεί πάνω από 20 υπαλλήλους και ό,τι δεν έβρισκαν οι Αθηναίοι στα μπακάλικα της γειτονιάς, θα το έβρισκαν σίγουρα στου "Κίκιζα". Φορούσαν το καλό τους το κοστούμι και από Κολοκυνθού κατέβαιναν στη στάση "Kίκιζα" όπως λεγόταν από στόμα σε στόμα. Έξω από αυτό το ιδιότυπο πρώτο super market της πρωτεύουσας, το αδιαχώρητο. Τις γιορτινές μέρες, μέχρι και Αστυφύλακας ήταν απ’ έξω για να διευκολύνει την εξυπηρέτηση των πελατών. Εκεί συνωστιζόταν ο κύριος όγκος των Αθηναίων.
Οι (λίγοι) έχοντες, οι πλούσιοι και οι τυχεροί, εξυπηρετούνταν από το Παντοπωλείο της "ελίτ", εκείνο του Θανόπουλου στα Χαυτεία, Σταδίου και Αιόλου γωνία, που προμήθευε τρόφιμα και τη βασιλική οικογένεια. Μέχρι και χαβιάρι έβρισκες στου Θανόπουλου, απέναντι από το "βασιλικό φωτογραφείο του Μωραΐτη". Η αστική και ευγενής Αθήνα ψώνιζε το "χαβιάρι Γέλβας", το αυγοτάραχο, τα καλύτερα τυριά. Οι κυρίες της εποχής έστελναν το προσωπικό, σε κάποιες η επιχείρηση διέθετε και το αυτοκίνητό της για να μεταφέρει τα ψώνια του γιορτινού τραπεζιού στα αρχοντικά και τις επαύλεις.
H ατμόσφαιρα γιορτινή και οι Αθηναίοι με το 13ο μισθό στην τσέπη επέτρεπαν μια οικογενειακή οικονομική "εκτροπή" για ένα κουτί γλυκά ή ένα εισιτήριο της μιας και των δύο δραχμών για το θέατρο. Όλα όμως τα σταμάτησε ο πόλεμος. Κι αν στην αρχή η Αθήνα δεν αντιμετώπιζε εμφανές πρόβλημα αφού το μέτωπο ήταν μακριά, από τον Απρίλη του 1941 που οι Γερμανοί εισέβαλαν στην πρωτεύουσα, κάθε συζήτηση για οτιδήποτε "εορταστικό" έλαβε τέλος. Η αντίσταση από τους αποκαμωμένους Έλληνες μηδαμινή, είχε ξεκινήσει η εποχή του τρόμου, της ανέχειας, της τρομοκρατίας, της αυθαιρεσίας. Οι εισβολείς υφάρπαξαν κάθε λογής αγαθό οδηγώντας την οικονομία στον όλεθρο, η πείνα τον πρώτο χειμώνα της κατοχής καταδίκασε σε θάνατο χιλιάδες Αθηναίους, η Ελλάδα ψυχορραγούσε.
Στους δρόμους αρκετοί νέοι πρόσφυγες, ενώ ήδη οι πρόσφυγες από το '22 προσπαθούσαν να σταθούν στα πόδια τους σε παράγκες στις φτωχικές συνοικίες. Το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο, λίγο παραπέρα, στο Πεδίον του Άρεως από το φθινόπωρο του 1941 εμφανίστηκαν τα συσσίτια. Σταγόνα στον ωκεανό της πείνας. Αυξάνονταν οι λιμοκτονούντες, αυξάνονταν οι νεκροί. Οι εικόνες της εποχής με τα καροτσάκια να κουβαλούν αραδιασμένα πτώματα από τους δρόμους για το νεκροταφεία είναι αποτρόπαιες. Ο λιμός καταγράφηκε ως μία από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές τραγωδίες στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, περισσότεροι από 350 χιλιάδες άνθρωποι ξεψύχησαν από την πείνα.
Όσο θέριζε ο λιμός, οι Αθηναίοι που δεν είχαν πρόσβαση στην αγροτική παραγωγή βρέθηκαν σε τραγικό αδιέξοδο. Ακόμη και οι "έχοντες", ακόμη και η αστική τάξη που υποτίθεται είχε τα μέσα για κάτι καλύτερο. Η αγορά δεν μπορούσε να καλύψει τις υπέρογκες ανάγκες των πολιτών, οι ελλείψεις που έφταναν στην -εσκεμμένη και μη- εξαφάνιση προϊόντων αύξησαν τρομακτικά τις τιμές και οι μαυραγορίτες βασίλευσαν.
Αστικές και μεσοαστικές οικογένειες που μέχρι πρότινος παράγγελναν αυγοτάραχο στο Θανόπουλο και αγόραζαν κρέας στου Κίκιζα, πουλούσαν τα πάντα, κινητά και ακίνητα σε εξευτελιστικές τιμές. Ολόκληρες οικογένειες εξαφανίστηκαν, η μαύρη αγορά και οι τοκογλύφοι ξεκλήρισαν όσους δεν διέλυσε ο λιμός.
Παρόλο που από τη 12η Οκτωβρίου 1944 ο λαός πλημμύρισε τους δρόμους γιορτάζοντας την επιβίωση από τη θηριωδία του πολέμου, η Ελλάδα και δη η Αθήνα δεν ανέπνευσε για πολύ τον αέρα της ελευθερίας και της διαγραφόμενης ανάστασης. Ξέσπασαν τα "Δεκεμβριανά" μία σειρά ένοπλων συγκρούσεων διάρκειας 33 ημερών το διάστημα Δεκεμβρίου 1944 - Ιανουαρίου 1945. Είναι η μοναδική ιστορικά περίπτωση κατά την οποία σημειώθηκαν πολεμικές συγκρούσεις τέτοιας έκτασης στην Αθήνα από καταβολής ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Τα παιδιά κλειδαμπαρωμένα στο σπίτι, οι γονείς δεν τα άφηναν καν να βγουν για να πουν τα κάλαντα υπό το φόβο κάποιας αδέσποτης σφαίρας. Δεν μπορούσε, δεν άντεχε η Αθήνα να σηκώσει και τον εμφύλιο μετά την κατοχή. Η Αθήνα μόνο μετά το 1948 σιγά σιγά επέστρεψε στην κανονικότητά της. Μόνο από τότε τα παιδιά έπαψαν να είναι κλεισμένα στα σπίτια τους, από τότε ξεκίνησαν να μην υπάρχουν "απαγορευμένες" περιοχές. Η "Σκομπία" (εξ αιτίας του Αρχηγείου του Βρετανού Στρατηγού Σκόμπυ, το Κολωνάκι είχε μετονομαστεί σε Σκομπία) ξαναέγινε κέντρο της Αθήνας, η αγορά έδειχνε να ξαναπαίρνει μπρος με αργούς αλλά αισιόδοξους ρυθμούς.
Το κλίμα επέστρεφε βαθμηδόν στα προκατοχικά επίπεδα και η ατμόσφαιρα στην πόλη ξαναποκτούσε χριστουγεννιάτικο χρώμα. Οι φούρνοι στις γιορτές ξαναγέμιζαν με λιχουδιές τις λαμαρίνες τους, τσουρέκια, κουραμπιέδες, μελομακάρονα. Κάθε φούρνος έμοιαζε με παραμυθένιο κόσμο για τα στερημένα παιδικά μάτια στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Οι ανακατεμένες μυρωδιές ξεχύνονταν απ’ τους φούρνους στα στενά και τους γύρω δρόμους, οι γειτονιές ξαναποκτούσαν χρώμα, τα παιδιά δειλά ξαναξεκίνησαν να παίρνουν το τριγωνάκι τους και να αμολιώνται από νωρίς το πρωί για τα κάλαντα. Δεκάρα-δεκάρα μάζευαν τα χρήματα, αγόραζαν έναν λουκουμά και έπεφταν για ύπνο με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους.
Η δεκαετία του ’50 είναι ουσιαστικά το διάστημα της μεγάλης αλλαγής, ο προπομπός της ευημερίας των 60ς. Οι Έλληνες ορθοποδούν και παρότι πληγωμένοι και χωρισμένοι στα δυο πολιτικά, προσπαθούν να ξανασμίξουν, να συνυπάρξουν, να φιλιώσουν, να διασκεδάσουν, να ερωτευτούν.
Η αστική τάξη προϊόντος του χρόνου είχε ξαναστηθεί στα πόδια της και πλέον είχε αφήσει πίσω της τα απόνερα της κατοχής και του καταστροφικού εμφυλίου. Είχαν εμφανιστεί τα πρώτα ρεβεγιόν, οι πρώτες συνάξεις στα μεγάλα ξενοδοχεία, οι περίφημες γιορτές του Δημήτρη Λεβίδη, μεγάλου αυλάρχη του Βασιλιά Παύλου στο Χαρβάτι (έτσι λεγόταν τότε η Παιανία) ή του Σοφοκλή Παπανικολάου, επιμελητή της Βασιλικής Χορηγίας στο Παλαιό Ψυχικό. Δείπνος, χορός, απαστράπτουσες τουαλέτες για τις κυρίες, σμόκιν για τους κυρίους, μιας αθηναϊκής ελίτ που σιγά σιγά έκανε την επανεμφάνισή της στο προσκήνιο.
Για τον πολύ κόσμο, τα Χριστούγεννα ήταν κατά βάση μια οικογενειακή, ανθρώπινη γιορτή, ήταν οι μυρωδιές από τις βασιλόπιτες και τα γλυκά στα διάσημα ζαχαροπλαστεία της εποχής, του "Φλόκα", του "Μπόκολα" στην πλατεία Κολωνακίου, του "Ζόναρς" στην Πανεπιστημίου. Ήταν της μόδας οι δυσεύρετες "κασετίνες" (χειροποίητο παντεσπάνι με ολόκληρα φουντούκια, τυλιγμένο με πραγματική σοκολάτα) για τις οποίες τρελαίνονταν τα παιδιά.
Οικογένειες με τα παιδιά τους να βολτάρουν στην Ερμού, οι γιαγιάδες πίσω στο σπίτι να προετοιμάζουν το γιορτινό τραπέζι, με τις γαλοπούλες να επαναεμφανίζονται στο μενού, τα φώτα στα σπίτια να παραμένουν ανοιχτά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, τα τραγούδια και τα μαγαζιά να αναστενάζουν μέχρι το ξημέρωμα.
Προκαλεί νοσταλγία εκείνη η Αθήνα, είναι κάτι ξένο, παράταιρο με τη σημερινή εικόνα της, ειδικά σε σχέση με κάποιες γειτονιές και σημεία που τότε γνώριζαν μεγάλες δόξες. Όπως για παράδειγμα το ξενοδοχείο "Σεσίλ" και τα ξακουστά του χριστουγεννιάτικα ρεβεγιόν, όπου κατέφθαναν τα χαρακτηριστικά αυτοκίνητα της εποχής και έβγαιναν από μέσα ωραίες κυρίες με μακριές τουαλέτες. Υπήρχε βέβαια πάντα και η Αθήνα της φτώχειας, εκείνη που τα έβγαζε πέρα δύσκολα, μόνο και μόνο όμως που ο εμφύλιος και οι Γερμανοί ήταν ένας εφιάλτης που πέρασε, ο κόσμος ήταν ευτυχισμένος, εκτιμούσε τη ζωή γιατί είχε γνωρίσει και την άλλη όψη του νομίσματος.
Τι κι αν τα φανταχτερά ξενοδοχεία ήταν το σημείο συνάντησης των πλουσίων, τα σπίτια ακόμη και στις προσφυγικές συνοικίες των Αμπελόκηπων, γνώριζαν πιένες στις γιορτές. Οι Αθηναίοι πια είχαν επιλογές, τα παιδιά πήγαιναν στον κινηματογράφο με τους γονείς τους, τα ζαχαροπλαστεία ολοένα και πλήθαιναν, το «Μινιόν» εξυπηρετούσε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, με καραβάνια από την επαρχία να καταφθάνουν στην Αθήνα για τα χριστουγεννιάτικα ψώνια.
Η Αθήνα του μαρασμού και των αντιφάσεων, είχε προχωρήσει, είχε αφήσει πίσω της το χάος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, την ανέχεια, τη δυστυχία. Τα Χριστούγεννα ήταν η μοναδική παράδοση που παρέμενε πάντοτε εκεί, με στέρεες βάσεις, η πιο μεγάλη οικογενειακή γιορτή των Ελλήνων, η περίοδος που ακόμη και οι πιο σκληροί μαλακώνουν, βάζουν λίγο νερό στο κρασί τους και ανοίγουν την καρδιά τους. Έτσι ήταν πάντοτε η Ελλάδα, είχε περιόδους με τα πάνω και κάτω, συν τω χρόνω ανακάλυψε και μια καλά κρυμμένη μελαγχολία στα Χριστούγεννα, που πια είναι «για τα παιδιά» όπως λένε οι περισσότεροι που ακουμπούν στο ρεαλισμό.
Πάντα υπήρχε μια αδιόρατη μελαγχολία στα Χριστούγεννα, απλώς σε δύσκολους καιρούς βγάζει το μαγικό αόρατο μανδύα και γίνεται ορατή για λίγο. Δεν έχει σημασία, πιστέψτε με, όσο η ζωή είναι γεμάτη στιγμές. Οι στιγμές είναι πολύτιμες γιατί στις στιγμές κρύβονται οι αναμνήσεις, οι θύμησες, αυτό που ορίζει ο καθένας ως ευτυχία.
Χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα σε όλους. Ζήστε τις στιγμές.
2 σχόλια:
Χρόνια πολλά λοιπόν σε όλους μας! Αυτες οι γιορτές πέρα από ευκαιρία να δούμε τους δικούς μας ανθρώπους είναι και ευκαιρία για αναστοχασμο!
Αυτό μάλλον κάνουν και οι αγορές που δίνουν ρεσιτάλ πτωσης! Το γιορτινό κλίμα δεν τις αγγίζει. Για τα εγχωρια ας ελπισουμε ότι είναι η τελευταία καταιγίδα και το 2019 να δοθεί η τελευταία ευκαιρία σε αυτή τη δυσμοιρη χώρα....
https://www.athensvoice.gr/politics/505004_anatomia-enos-maxilarioy-prin-ti-nekropsia
Μαύρη μαυρίλα.......!!!!!!!
Δημοσίευση σχολίου