ΣΆΒΒΑΤΟ..
με μουσική
ΔΕΝ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΑΜΕ ΕΜΕΙΣ ΤΙΣ ΑΓΟΡΕΣ,
ΑΥΤΕΣ ΜΑΣ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΑΝ..
Του Steven Horwitz
Κατά το σαββατοκύριακο της [αμερικανικής] Labor Day, είδα πολλούς φίλους να υποστηρίζουν ότι τα εργατικά συνδικάτα και η κρατική παρέμβαση «εξανθρώπισαν τον καπιταλισμό» δίνοντάς μας το οκτάωρο, την εργασιακή εβδομάδα των 40 ωρών, τον τερματισμό της παιδικής εργασίας και ούτω καθεξής. Δυστυχώς αυτοί οι άνθρωποι βλέπουν την ιστορία ανάποδα.
Δεν εξανθρωπίσαμε εμείς τον καπιταλισμό, αυτός εξανθρώπισε εμάς. Ο πλούτος που παρήχθη από τον καπιταλισμό μας επέτρεψε να αφεθούμε στον ανθρωπισμό μας κατά τρόπους που ήταν ανέφικτοι όταν τόσοι πολλοί άνθρωποι μετά βίας εξασφάλιζαν την επιβίωσή τους.
Δεν μπορείς να έχεις οκτάωρο, εβδομάδες 40 ωρών εργασίας και κατηργημένη παιδική εργασία μέχρι να υπάρχουν οι υλικές συνθήκες που θα κάνουν αυτές τις αλλαγές εφικτές για μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Ο λόγος που οι εργάτες δούλευαν πολλές περισσότερες ώρες και τα παιδιά εργάζονταν από πολύ μικρή ηλικία δεν είναι ότι οι εργοδότες τους έβαζαν το όπλο στο κεφάλι - ούτε γιατί τάχα τους άρεσε να δουλεύουν πολύ, σκληρά και άβολα.
Οι άνθρωποι αυτοί, όπως κι εμείς, θα προτιμούσαν μικρότερα ωράρια, καλύτερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Όταν όμως το κεφάλαιο σπανίζει, οι μισθοί θα είναι χαμηλοί και η εξασφάλιση των προς το ζην για μια οικογένεια θα απαιτεί περισσότερες ώρες και περισσότερα χέρια.
Όπως ξανά και ξανά υπογράμμισε ο Λούντβιχ φον Μίζες, ήταν η αύξηση του κεφαλαίου που έκανε την εργασία πιο παραγωγική, επιτρέποντας σε περισσότερους ανθρώπους να τραφούν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους, αλλά και να εκπαιδεύσουν τα παιδιά τους δουλεύοντας λιγότερες ώρες την εβδομάδα. Οι μισθοί των εργαζομένων εξαρτώνται από την παραγωγικότητα τους και της αξία που έχει αυτή. Όταν οι εργαζόμενοι έχουν στη διάθεσή τους περισσότερο και καλύτερο κεφάλαιο για να δουλέψουν, η εργασία τους γίνεται πιο παραγωγική.
Όταν οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου πρέπει να ανταγωνιστούν μεταξύ τους για να προσλάβουν εργαζομένους, θα πρέπει να προσφέρουν υψηλότερους μισθούς για να προσελκύσουν αυτή την πιο παραγωγική εργασία έναντι των ανταγωνιστών τους. Το αποτέλεσμα είναι πως το περισσότερο και καλύτερο κεφάλαιο οδηγεί σε υψηλότερους μισθούς κι αυτό επιτρέπει σε περισσότερες οικογένειες να επιβιώνουν χωρίς το εισόδημα από την παιδική εργασία και στους εργάτες και τις εταιρίες να μειώνουν το μήκος της ημέρας και της εβδομάδας εργασίας.
Αυτή η διαδικασία ήδη συνέβαινε πολύ πριν εμφανιστούν τα μεγάλα συνδικάτα με την οποιαδήποτε μορφή ή οι μεγάλες κρατικές ρυθμίσεις στα ωράρια εργασίας, κι αυτή η τάση δεν μεταβλήθηκε όταν αυτά άρχισαν να εμφανίζονται.
Μπορούμε να το δούμε αυτό πιο λεπτομερειακά αν εξετάσουμε την παιδική εργασία.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, τα παιδιά ήταν πιθανό να εργάζονται είτε στο οικογενειακό αγρόκτημα, είτε στα πρώιμα εργοστάσια. Και στις δύο περιπτώσεις, το νοικοκυριό χρειαζόταν τη συνεισφορά του παιδιού στην παραγωγή εισοδήματος για να επιβιώσει.
Ο ιστορικός της παιδικής ηλικίας Steven Mintz επισημαίνει ότι οι μισθοί των παιδιών ηλικίας 10 με 15 ετών «συχνά έφταναν μέχρι και το 20% του εισοδήματος μιας οικογένειας και σήμαιναν τη διαφορά ανάμεσα στην οικονομική άνεση και την εξαθλίωση». Όπως επισημαίνει ακόμα ο Μιντζ «οι κομβικές αποφάσεις βασίζονταν στις ανάγκες της οικογένειας και όχι στην ατομική επιλογή στο πλαίσιο της συνεργατικής οικογενειακής οικονομίας».
Σίγουρα, αν οι γονείς της εποχής αυτής μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς τα παιδιά τους να δουλεύουν θα το έκαναν, όπως καταδεικνύει η σχετική απουσία της παιδικής εργασίας μεταξύ των πολύ πλουσίων της εποχής. Οι περισσότεροι γονείς όμως απλώς δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα.
Ο Clark Nardinelli παρουσιάζει δεδομένα που σχετίζονται με τον ρόλο που διαδραμάτισε ο πλούτος και όχι η νομοθεσία, καταδεικνύοντας τη μείωση των ποσοστών παιδικής εργασίας στα βρετανικά εργοστάσια βάμβακος και λινού κατά τις δύο δεκαετίες που προηγήθηκαν τον πρώτο νόμο Factory Act το 1833, καθώς και τη συνεχή μείωση της παιδικής εργασίας στα μεταξουργεία μέχρι το 1890 μολονότι οι περισσότεροι νόμοι περί της παιδικής εργασίας δεν αφορούσαν τη βιομηχανία μεταξιού.
Τα δύο αυτά δεδομένα καταδεικνύουν τον ρόλο της καπιταλιστικής αύξησης των πραγματικών αμοιβών στη μείωση της παιδικής εργασίας κατά τον αιώνα αυτόν. Ακόμη και τα παιδιά που εργάζονταν στα αγροκτήματα είδαν το ρόλο τους να μειώνεται, καθώς η βελτίωση των αγροτικών μηχανημάτων ελάττωσε την ανάγκη για παιδική εργασία και οι μεγαλύτερες αποδόσεις της αγροτικής παραγωγής επέτρεψαν στους γαιοκτήμονες να προσλαμβάνουν βοήθεια έξω από την οικογένειά τους.
Αναμφίβολα οι συνθήκες υπό τις οποίες εργάζονταν τα παιδιά στα εργοστάσια (και σε κάποια μέρη του κόσμου εργάζονται ακόμη και σήμερα) ήταν δυσάρεστες σύμφωνα με τα δικά μας κριτήρια, όμως και η ζωή στο αγρόκτημα σίγουρα δεν ήταν καλύτερη - και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως ήταν χειρότερη. Αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη το μεγαλύτερο οικογενειακό εισόδημα και την καλύτερη πρόσβαση σε πόρους, μεταξύ των οποίων και τα φάρμακα, που είχαν οι πρόσφατα αυτοί αστικοποιημένοι εργοστασιακοί εργάτες, η ζωή συνολικά ήταν πιθανότατα καλύτερη για τα παιδιά που εργάζονταν στα εργοστάσια απ’ ό,τι για τα παιδιά που εργάζονταν στα αγροκτήματα μια γενιά πριν. Αξίζει να παραθέσουμε το συμπέρασμα του Ναρντινέλι:
«Η αύξηση του πραγματικού εισοδήματος στη Βρετανία του 19ου αιώνα ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας για την απομάκρυνση των παιδιών από τα εργοστάσια υφαντουργίας μετά το 1835. Τα παιδιά δούλευαν στα εργοστάσια γιατί οι οικογένειές τους ήταν φτωχές. Όσο αυξανόταν το οικογενειακό εισόδημα, τόσο μειωνόταν και η παιδική εργασία. Καθώς μάλιστα το εισόδημα της εκάστοτε οικογένειας αυξανόταν, τα μικρότερα παιδιά άρχιζαν να δουλεύουν σε μεγαλύτερη ηλικία απ’ ό,τι τα μεγαλύτερα αδέρφια τους. Το γνωστό ενδιαφέρον των ανθρώπων της βικτωριανής εποχής για τα παιδιά ήταν σε μεγάλο βαθμό μια αντανάκλαση της αύξησης του εισοδήματος. Μπορεί συνεπώς κανείς να περιμένει ότι, δεδομένης της ραγδαίας αύξησης των εισοδημάτων κατά το τελευταίο ήμισυ του αιώνα, η παιδική εργασία στα εργοστάσια υφαντουργίας θα μειωνόταν μακροπρόθεσμα χωρίς σχετική νομοθεσία».
Σίγουρα, οι νόμοι αυτοί συνέβαλαν στην προώθηση αυτής της διαδικασίας, αλλά η «πιο σημαντική δύναμη» παρέμενε η αύξηση του πραγματικού εισοδήματος που παρήχθη από τον καπιταλισμό και την εκβιομηχάνιση.
Αντίθετα με όσα ισχυρίζονται οι επικριτές του, ο καπιταλισμός δεν δημιούργησε τη δυσάρεστη παιδική εργασία, καθώς αυτή η εργασία πάντα υπήρχε στα νοικοκυριά και στα αγροκτήματα. Αντίθετα, ο καπιταλισμός ήταν η γενεσιουργός αιτία της εξαφάνισης της παιδικής εργασίας μεταξύ των μαζών για τη πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, ακόμη και αν έκανε αρχικά την παιδική εργασία πιο ορατή μετακινώντας την από το νοικοκυριό στα εργοστάσια.
Αξίζει να αναρωτηθούμε γιατί η διαδεδομένη σήμερα θέση είναι ότι οι νόμοι τερμάτισαν την παιδική εργασία (και τη μεγαλύτερη ημέρα και εβδομάδα εργασίας). Πιθανότατα αυτό αντανακλά τις εξελικτικές και πνευματικές μας προκαταλήψεις που μας κάνουν να σκεφτόμαστε ότι ελέγχουμε άμεσα ένα μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού κόσμου απ’ ό,τι όντως συμβαίνει. Είναι ευκολότερο, και ηθικά πιο ικανοποιητικό, να πιστεύουμε ότι σκοπίμως εξαφανίσαμε κάτι το δυσάρεστο παίρνοντας στάση εναντίον, παρά να δεχθούμε ότι υπεύθυνες γι’ αυτό ήταν διαδικασίες εκτός του ελέγχου μας.
Ακόμη, φαίνεται να αποτελεί τάση να ψηφίζονται νόμοι εναντίον συμπεριφορών που μας φαίνονται ηθικώς κατακριτέα κατάλοιπα ενός μη διαφωτισμένου παρελθόντος όταν οι εν λόγω πρακτικές έχουν ως επί το πλείστον εξαφανιστεί, κάνοντας έτσι τα λίγα παραδείγματα που απομένουν ακόμη περισσότερο κατακριτέα. Αυτό σίγουρα ίσχυσε σε ό,τι αφορά τη μεγαλύτερη έμφαση στην παιδική εργασία όταν η μείωση της ανάγκης για εισοδήματα από αυτή διαδόθηκε προς τα κάτω μέσω της μεσαίας τάξης.
Ακόμη και σήμερα, το κάπνισμα έγινε στόχος μιας ολοένα και πιο έντονης ρύθμισης αφού πρώτα τα ποσοστά καπνίσματος σημείωσαν μια συνεχή μείωση για δεκαετίες, καθώς οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν τους κινδύνους που προκαλεί στην υγεία. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για τη βία μεταξύ ανθρώπων - μας εξοργίζει περισσότερο καθώς η πραγματική της συχνότητα έχει μειωθεί δραματικά.
Είναι εύκολο να νομοθετήσει κανείς εναντίον μιας πρακτικής της οποίας η οικονομική ανάγκη ή επιθυμία έχει παρέλθει προ πολλού για τους περισσότερους ανθρώπους. Οι νόμοι περί παιδικής εργασίας και περί εργασιακού ωραρίου έγιναν ιστορικά εφικτοί - και σε πολλά μέρη του κόσμου γίνονται σήμερα - όταν οι οικογένειες έπαψαν να χρειάζονται αυτές τις επιπλέον ώρες εργασίας για να επιβιώσουν και να παράσχουν μια καλύτερη ζωή στα μέλη τους.
Τα πραγματικά εύσημα για τη μακροπρόθεσμη μείωση της παιδικής εργασίας και των ωρών εργασίας ανήκουν στον ανταγωνιστικό καπιταλισμό ο οποίος κατέστησε εφικτή την ανάπτυξη του κεφαλαίου που ενίσχυσε την παραγωγικότητα της εργασίας και πλούτισε τόσο τους καπιταλιστές, όσο και τους εργαζόμενους. Όσο περισσότερο πλουτίζουν οι άνθρωποι, τόσο μπορούν να να εργάζονται λιγότερο και να ζουν καλύτερες ζωές.
Δεν εξανθρώπισαν τον καπιταλισμό τα συνδικάτα και το κράτος. Ο καπιταλισμός ήταν αυτός που δημιούργησε τις συνθήκες που επέτρεψαν σε περισσότερους από μας να ζούμε πραγματικά ανθρώπινες ζωές.
--
Ο Steven Horwitz είναι καθηγητής Οικονομικών στην έδρα Charles A. Dana στο St. Lawrence University και συγγραφέας του βιβλίου Hayek's Modern Family: Classical Liberalism and the Evolution of Social Institutions. Είναι μέλος του δικτύου στελεχών του FEE.
www.liberal.gr
με μουσική
ΔΕΝ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΑΜΕ ΕΜΕΙΣ ΤΙΣ ΑΓΟΡΕΣ,
ΑΥΤΕΣ ΜΑΣ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΑΝ..
Του Steven Horwitz
Κατά το σαββατοκύριακο της [αμερικανικής] Labor Day, είδα πολλούς φίλους να υποστηρίζουν ότι τα εργατικά συνδικάτα και η κρατική παρέμβαση «εξανθρώπισαν τον καπιταλισμό» δίνοντάς μας το οκτάωρο, την εργασιακή εβδομάδα των 40 ωρών, τον τερματισμό της παιδικής εργασίας και ούτω καθεξής. Δυστυχώς αυτοί οι άνθρωποι βλέπουν την ιστορία ανάποδα.
Δεν εξανθρωπίσαμε εμείς τον καπιταλισμό, αυτός εξανθρώπισε εμάς. Ο πλούτος που παρήχθη από τον καπιταλισμό μας επέτρεψε να αφεθούμε στον ανθρωπισμό μας κατά τρόπους που ήταν ανέφικτοι όταν τόσοι πολλοί άνθρωποι μετά βίας εξασφάλιζαν την επιβίωσή τους.
Δεν μπορείς να έχεις οκτάωρο, εβδομάδες 40 ωρών εργασίας και κατηργημένη παιδική εργασία μέχρι να υπάρχουν οι υλικές συνθήκες που θα κάνουν αυτές τις αλλαγές εφικτές για μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Ο λόγος που οι εργάτες δούλευαν πολλές περισσότερες ώρες και τα παιδιά εργάζονταν από πολύ μικρή ηλικία δεν είναι ότι οι εργοδότες τους έβαζαν το όπλο στο κεφάλι - ούτε γιατί τάχα τους άρεσε να δουλεύουν πολύ, σκληρά και άβολα.
Οι άνθρωποι αυτοί, όπως κι εμείς, θα προτιμούσαν μικρότερα ωράρια, καλύτερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Όταν όμως το κεφάλαιο σπανίζει, οι μισθοί θα είναι χαμηλοί και η εξασφάλιση των προς το ζην για μια οικογένεια θα απαιτεί περισσότερες ώρες και περισσότερα χέρια.
Όπως ξανά και ξανά υπογράμμισε ο Λούντβιχ φον Μίζες, ήταν η αύξηση του κεφαλαίου που έκανε την εργασία πιο παραγωγική, επιτρέποντας σε περισσότερους ανθρώπους να τραφούν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους, αλλά και να εκπαιδεύσουν τα παιδιά τους δουλεύοντας λιγότερες ώρες την εβδομάδα. Οι μισθοί των εργαζομένων εξαρτώνται από την παραγωγικότητα τους και της αξία που έχει αυτή. Όταν οι εργαζόμενοι έχουν στη διάθεσή τους περισσότερο και καλύτερο κεφάλαιο για να δουλέψουν, η εργασία τους γίνεται πιο παραγωγική.
Όταν οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου πρέπει να ανταγωνιστούν μεταξύ τους για να προσλάβουν εργαζομένους, θα πρέπει να προσφέρουν υψηλότερους μισθούς για να προσελκύσουν αυτή την πιο παραγωγική εργασία έναντι των ανταγωνιστών τους. Το αποτέλεσμα είναι πως το περισσότερο και καλύτερο κεφάλαιο οδηγεί σε υψηλότερους μισθούς κι αυτό επιτρέπει σε περισσότερες οικογένειες να επιβιώνουν χωρίς το εισόδημα από την παιδική εργασία και στους εργάτες και τις εταιρίες να μειώνουν το μήκος της ημέρας και της εβδομάδας εργασίας.
Αυτή η διαδικασία ήδη συνέβαινε πολύ πριν εμφανιστούν τα μεγάλα συνδικάτα με την οποιαδήποτε μορφή ή οι μεγάλες κρατικές ρυθμίσεις στα ωράρια εργασίας, κι αυτή η τάση δεν μεταβλήθηκε όταν αυτά άρχισαν να εμφανίζονται.
Μπορούμε να το δούμε αυτό πιο λεπτομερειακά αν εξετάσουμε την παιδική εργασία.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, τα παιδιά ήταν πιθανό να εργάζονται είτε στο οικογενειακό αγρόκτημα, είτε στα πρώιμα εργοστάσια. Και στις δύο περιπτώσεις, το νοικοκυριό χρειαζόταν τη συνεισφορά του παιδιού στην παραγωγή εισοδήματος για να επιβιώσει.
Ο ιστορικός της παιδικής ηλικίας Steven Mintz επισημαίνει ότι οι μισθοί των παιδιών ηλικίας 10 με 15 ετών «συχνά έφταναν μέχρι και το 20% του εισοδήματος μιας οικογένειας και σήμαιναν τη διαφορά ανάμεσα στην οικονομική άνεση και την εξαθλίωση». Όπως επισημαίνει ακόμα ο Μιντζ «οι κομβικές αποφάσεις βασίζονταν στις ανάγκες της οικογένειας και όχι στην ατομική επιλογή στο πλαίσιο της συνεργατικής οικογενειακής οικονομίας».
Σίγουρα, αν οι γονείς της εποχής αυτής μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς τα παιδιά τους να δουλεύουν θα το έκαναν, όπως καταδεικνύει η σχετική απουσία της παιδικής εργασίας μεταξύ των πολύ πλουσίων της εποχής. Οι περισσότεροι γονείς όμως απλώς δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα.
Ο Clark Nardinelli παρουσιάζει δεδομένα που σχετίζονται με τον ρόλο που διαδραμάτισε ο πλούτος και όχι η νομοθεσία, καταδεικνύοντας τη μείωση των ποσοστών παιδικής εργασίας στα βρετανικά εργοστάσια βάμβακος και λινού κατά τις δύο δεκαετίες που προηγήθηκαν τον πρώτο νόμο Factory Act το 1833, καθώς και τη συνεχή μείωση της παιδικής εργασίας στα μεταξουργεία μέχρι το 1890 μολονότι οι περισσότεροι νόμοι περί της παιδικής εργασίας δεν αφορούσαν τη βιομηχανία μεταξιού.
Τα δύο αυτά δεδομένα καταδεικνύουν τον ρόλο της καπιταλιστικής αύξησης των πραγματικών αμοιβών στη μείωση της παιδικής εργασίας κατά τον αιώνα αυτόν. Ακόμη και τα παιδιά που εργάζονταν στα αγροκτήματα είδαν το ρόλο τους να μειώνεται, καθώς η βελτίωση των αγροτικών μηχανημάτων ελάττωσε την ανάγκη για παιδική εργασία και οι μεγαλύτερες αποδόσεις της αγροτικής παραγωγής επέτρεψαν στους γαιοκτήμονες να προσλαμβάνουν βοήθεια έξω από την οικογένειά τους.
Αναμφίβολα οι συνθήκες υπό τις οποίες εργάζονταν τα παιδιά στα εργοστάσια (και σε κάποια μέρη του κόσμου εργάζονται ακόμη και σήμερα) ήταν δυσάρεστες σύμφωνα με τα δικά μας κριτήρια, όμως και η ζωή στο αγρόκτημα σίγουρα δεν ήταν καλύτερη - και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως ήταν χειρότερη. Αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη το μεγαλύτερο οικογενειακό εισόδημα και την καλύτερη πρόσβαση σε πόρους, μεταξύ των οποίων και τα φάρμακα, που είχαν οι πρόσφατα αυτοί αστικοποιημένοι εργοστασιακοί εργάτες, η ζωή συνολικά ήταν πιθανότατα καλύτερη για τα παιδιά που εργάζονταν στα εργοστάσια απ’ ό,τι για τα παιδιά που εργάζονταν στα αγροκτήματα μια γενιά πριν. Αξίζει να παραθέσουμε το συμπέρασμα του Ναρντινέλι:
«Η αύξηση του πραγματικού εισοδήματος στη Βρετανία του 19ου αιώνα ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας για την απομάκρυνση των παιδιών από τα εργοστάσια υφαντουργίας μετά το 1835. Τα παιδιά δούλευαν στα εργοστάσια γιατί οι οικογένειές τους ήταν φτωχές. Όσο αυξανόταν το οικογενειακό εισόδημα, τόσο μειωνόταν και η παιδική εργασία. Καθώς μάλιστα το εισόδημα της εκάστοτε οικογένειας αυξανόταν, τα μικρότερα παιδιά άρχιζαν να δουλεύουν σε μεγαλύτερη ηλικία απ’ ό,τι τα μεγαλύτερα αδέρφια τους. Το γνωστό ενδιαφέρον των ανθρώπων της βικτωριανής εποχής για τα παιδιά ήταν σε μεγάλο βαθμό μια αντανάκλαση της αύξησης του εισοδήματος. Μπορεί συνεπώς κανείς να περιμένει ότι, δεδομένης της ραγδαίας αύξησης των εισοδημάτων κατά το τελευταίο ήμισυ του αιώνα, η παιδική εργασία στα εργοστάσια υφαντουργίας θα μειωνόταν μακροπρόθεσμα χωρίς σχετική νομοθεσία».
Σίγουρα, οι νόμοι αυτοί συνέβαλαν στην προώθηση αυτής της διαδικασίας, αλλά η «πιο σημαντική δύναμη» παρέμενε η αύξηση του πραγματικού εισοδήματος που παρήχθη από τον καπιταλισμό και την εκβιομηχάνιση.
Αντίθετα με όσα ισχυρίζονται οι επικριτές του, ο καπιταλισμός δεν δημιούργησε τη δυσάρεστη παιδική εργασία, καθώς αυτή η εργασία πάντα υπήρχε στα νοικοκυριά και στα αγροκτήματα. Αντίθετα, ο καπιταλισμός ήταν η γενεσιουργός αιτία της εξαφάνισης της παιδικής εργασίας μεταξύ των μαζών για τη πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, ακόμη και αν έκανε αρχικά την παιδική εργασία πιο ορατή μετακινώντας την από το νοικοκυριό στα εργοστάσια.
Αξίζει να αναρωτηθούμε γιατί η διαδεδομένη σήμερα θέση είναι ότι οι νόμοι τερμάτισαν την παιδική εργασία (και τη μεγαλύτερη ημέρα και εβδομάδα εργασίας). Πιθανότατα αυτό αντανακλά τις εξελικτικές και πνευματικές μας προκαταλήψεις που μας κάνουν να σκεφτόμαστε ότι ελέγχουμε άμεσα ένα μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού κόσμου απ’ ό,τι όντως συμβαίνει. Είναι ευκολότερο, και ηθικά πιο ικανοποιητικό, να πιστεύουμε ότι σκοπίμως εξαφανίσαμε κάτι το δυσάρεστο παίρνοντας στάση εναντίον, παρά να δεχθούμε ότι υπεύθυνες γι’ αυτό ήταν διαδικασίες εκτός του ελέγχου μας.
Ακόμη, φαίνεται να αποτελεί τάση να ψηφίζονται νόμοι εναντίον συμπεριφορών που μας φαίνονται ηθικώς κατακριτέα κατάλοιπα ενός μη διαφωτισμένου παρελθόντος όταν οι εν λόγω πρακτικές έχουν ως επί το πλείστον εξαφανιστεί, κάνοντας έτσι τα λίγα παραδείγματα που απομένουν ακόμη περισσότερο κατακριτέα. Αυτό σίγουρα ίσχυσε σε ό,τι αφορά τη μεγαλύτερη έμφαση στην παιδική εργασία όταν η μείωση της ανάγκης για εισοδήματα από αυτή διαδόθηκε προς τα κάτω μέσω της μεσαίας τάξης.
Ακόμη και σήμερα, το κάπνισμα έγινε στόχος μιας ολοένα και πιο έντονης ρύθμισης αφού πρώτα τα ποσοστά καπνίσματος σημείωσαν μια συνεχή μείωση για δεκαετίες, καθώς οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν τους κινδύνους που προκαλεί στην υγεία. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για τη βία μεταξύ ανθρώπων - μας εξοργίζει περισσότερο καθώς η πραγματική της συχνότητα έχει μειωθεί δραματικά.
Είναι εύκολο να νομοθετήσει κανείς εναντίον μιας πρακτικής της οποίας η οικονομική ανάγκη ή επιθυμία έχει παρέλθει προ πολλού για τους περισσότερους ανθρώπους. Οι νόμοι περί παιδικής εργασίας και περί εργασιακού ωραρίου έγιναν ιστορικά εφικτοί - και σε πολλά μέρη του κόσμου γίνονται σήμερα - όταν οι οικογένειες έπαψαν να χρειάζονται αυτές τις επιπλέον ώρες εργασίας για να επιβιώσουν και να παράσχουν μια καλύτερη ζωή στα μέλη τους.
Τα πραγματικά εύσημα για τη μακροπρόθεσμη μείωση της παιδικής εργασίας και των ωρών εργασίας ανήκουν στον ανταγωνιστικό καπιταλισμό ο οποίος κατέστησε εφικτή την ανάπτυξη του κεφαλαίου που ενίσχυσε την παραγωγικότητα της εργασίας και πλούτισε τόσο τους καπιταλιστές, όσο και τους εργαζόμενους. Όσο περισσότερο πλουτίζουν οι άνθρωποι, τόσο μπορούν να να εργάζονται λιγότερο και να ζουν καλύτερες ζωές.
Δεν εξανθρώπισαν τον καπιταλισμό τα συνδικάτα και το κράτος. Ο καπιταλισμός ήταν αυτός που δημιούργησε τις συνθήκες που επέτρεψαν σε περισσότερους από μας να ζούμε πραγματικά ανθρώπινες ζωές.
--
Ο Steven Horwitz είναι καθηγητής Οικονομικών στην έδρα Charles A. Dana στο St. Lawrence University και συγγραφέας του βιβλίου Hayek's Modern Family: Classical Liberalism and the Evolution of Social Institutions. Είναι μέλος του δικτύου στελεχών του FEE.
www.liberal.gr
1 σχόλιο:
"Θα δώσουν, λέει, δάνειο οι τράπεζες στην Λαμδα. Οι τράπεζες που ανακεφαλοποιήθηκαν με λεφτά του Ελληνικού λαού".
Ο ΣΥΡΙΖΑΣ γυρνάει στην αντιπολίτευση του 4%....
Δημοσίευση σχολίου